- μετατάσσω
- (ΑΜ μετατάσσω, Α αττ. τ. μετατάττω) [τάσσω]τάσσω αλλού, μεταθέτω, μεταφέρω σε άλλη θέση, μετατοπίζω, μετακινώνεοελλ.1. μεταφέρω αξιωματικό από ένα σώμα ή όπλο σε άλλο2. (γενικά) μεταθέτω δημόσιο υπάλληλο από μια υπηρεσία σε άλλη παρεμφερήμσν.-αρχ.1. παρεμβάλλω, ενθέτω, καταχωρίζω2. (το μέσ.) μετατάσσομαια) μεταβάλλω την τάξη τής μάχης, την παράταξη τού στρατού στη μάχηβ) προσχωρώ σε άλλη μερίδα, μεταπηδώ σε άλλη πολιτική ή στρατιωτική παράταξη («τοὺς συμμάχους τῷ ἐκείνω ἔχθει παρ' Ἀθηναίους μετατάξασθαι», Θουκ.)αρχ.(το μέσ.) αναβάλλω δοκιμασία ή δίκη.
Dictionary of Greek. 2013.